adontare
verbo transitivo

1 βλάπτω
2 ἁμαρτάνω τινά
3 ὑβρίζω τινά
4 ἀδικέω τινά
5 καταισχύνω


adontarsi
verbo pronominale*

1 ἀγανακτέω ἐπί τινι
2 βαρέως φέρω τι
3 χαλεπῶς φέρω τι

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI



Sfoglia il dizionario

A B G D E Z H Q I K L M N X O P R S T Y F C J W



{{ID:ADONTARE100}}
---CACHE---