Dizionario Italiano - Greco Antico
abilità sostantivo femminile 1 δεινότης [-ητος, ἡ] 2 ἐμπειρία [-ας, ἡ] 3 δεξιότης [-ητος, ἡ] 4 ἐπιστήμη [-ης, ἡ] 5 εὐμάρεια [-ας, ἡ] 6 σοφία [-ας, ἡ] 7 σόφισμα [-τος, τὸ] 8 τέχνη [-ης, ἡ] 9 ἐπιτηδειότης [-ητος, ἡ]
Sfoglia il dizionarioA B G D E Z H Q I K L M N X O P R S T Y F C J W{{ID:ABILITA100}} ---CACHE--- |
Ën piemontèis |